- αυλίζομαι
- (AM αὐλίζομαι και αὐλίζω)1. διανυκτερεύω2. στρατοπεδεύωνεοελλ.χρησιμοποιώ κάποιο χώρο ως αυλήμσν.αὐλίζωδιαμένω, κατοικώαρχ.(-ομαι)1. είμαι, βρίσκομαι στην αυλή ή στη μάντρα2. (για το αίμα) συσσωρεύομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < αυλή, σε συσχετισμό με το αύλις*.ΣΥΝΘ. καταυλίζομαιαρχ.απαυλίζομαι εξαυλίζομαι, επαυλίζομαι, προαυλίζομαι, συναυλίζομαι].
Dictionary of Greek. 2013.